- παρίσῳ
- πάρισοςalmost equalmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρισώ — όω, Α [πάρισος] 1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο, εξισώνω 2. παθ. α) εξισώνομαι με κάποιον, κάνω τον εαυτό μου ίσο ή όμοιο με κάποιον άλλο β) είμαι τόσο μεγάλος όσο... («οὐδὲ νηϊ παρισουμένας πορθμίδι παράσχοιτο ὁ Λάδων νήσους», Παυσ.) 3.… … Dictionary of Greek
παρίσωι — παρίσῳ , πάρισος almost equal masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρίσωμα — το Α [παρισώ] η παρίσωσις*, η ισότητα, η ομοιότητα και ιδίως κατά την κατάταξη τών λέξεων ή τών περιόδων τού λόγου, το ομοιοτέλευτο τών περιόδων, η ομοιοκαταληξία … Dictionary of Greek
παρίσωσις — ἡ, Α [παρισώ] 1. (κατά το Ρητ. Λεξικό) «εἶδος σχήματος, ὅ καλεῑται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον» 2. (ρητ.) το να κατασκευάζει κανείς πάρισες τις προτάσεις μιας περιόδου ή ημιπεριόδου 3. ημιπερίοδοι λόγου ίσες κατά τον αριθμό τών συλλαβών 4.… … Dictionary of Greek
παρισάζω — Α άλλος τ. τού παρισῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἰσάζω (< ἴσος)] … Dictionary of Greek
παρισωτικός — ή, όν, ΜΑ [παρισώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρίσωση, δηλ. στην εξίσωση 2. αυτός που εξισώνει κάτι, ο εξισωτικός … Dictionary of Greek